υπόλοιπων «απλοϊκών» ανθρώπων που έβγαζαν το πορτοφόλι και μετρούσαν τα λεφτά τους. Κάτι τέτοιο όμως δεν υφίσταται για τους κινηματογραφικούς χαρακτήρες, που πάντα διαφέρουν και ξεχωρίζουν στην καθημερινότητά τους από τον μέσο άνθρωπο. Και αφού όλοι αυτοί τις χρησιμοποιούν τόσο εύκολα χωρίς δισταγμό, αποφάσισαν και οι υπόλοιποι ότι ήρθε η ώρα να αναβαθμίσουν τον τρόπο που πραγματοποιούν τις συναλλαγές τους.
Κάπως έτσι έφτασαν οι πιστωτικές κάρτες στα πορτοφόλια όλων μας. Δειλά δειλά, όλο και περισσότεροι κατέφευγαν στα γραφεία των τραπεζών για να αποκτήσουν την κομψή καρτούλα που ενέπνεε το πολυπόθητο κύρος. Γιατί στην αρχή με άλλον αέρα πλήρωνε κανείς βγάζοντας την πιστωτική, παρά μετρώντας τα χαρτονομίσματα και τα ψιλά του. Ήταν θέμα μόδας, υπεροχής από τους υπόλοιπους συνηθισμένους ανθρώπους, που αρνούνταν ή απλώς αγνοούσαν την νέα μόδα στα εκάστοτε ταμεία. Και φτάσαμε στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 21ου αιώνα, και δεν νοείται πλέον άνθρωπος χωρίς τουλάχιστον μία πιστωτική κάρτα.
Η διαδικασία απόκτησης της πιστωτικής κάρτα είναι πλέον σχετικά εύκολη. Αρκεί μια επίσκεψη στην τράπεζα που επιθυμεί ο μελλοντικός κάτοχος της πιστωτικής κάρτας και η συμπλήρωση της σχετικής αίτησης. Η τελευταία απαιτεί μόνο τα βασικά, ονοματεπώνυμο, ημερομηνία γέννησης, αριθμό ταυτότητας, επάγγελμα, διεύθυνση και λοιπές σχετικές πληροφορίες. Λίγες μέρες μετά, καταφθάνει στο σπίτι η αστραφτερή πιστωτική κάρτα, την οποία ο κάτοχος οφείλει να υπογράψει στο πίσω μέρος. Από εκεί και μετά, η διαδικασία είναι απλή: μπορείς αντί των χειροπιαστών χρημάτων, να πληρώσεις με την κάρτα, αλλιώς γνωστή και σαν «πλαστικό χρήμα», σε όλα τα καταστήματα και εταιρίες που είναι συμβεβλημένες με την τράπεζα όπου ανήκει η κάρτα (σήμερα πλέον σχεδόν όλες οι τράπεζες συνεργάζονται με τις περισσότερες εταιρίες). Μια διάσημη ιδιότητά της έναντι του «κλασικού» χρήματος, είναι η δυνατότητα καταβολής του ποσού σε δόσεις, ανάλογα με την επιθυμία του κατόχου.
Ο τρόπος λειτουργίας της είναι απλός. Η κάρτα αντιστοιχεί σε ένα λογαριασμό στην τράπεζα, ο οποίος χρεώνεται κάθε φορά που ο κάτοχος κάνει αγορά με την πιστωτική. Το ποσό της αγοράς συγκεντρώνεται και κάθε μήνα το συνολικό ποσό φτάνει στον κάτοχο με τη μορφή λογαριασμού που καλείται να πληρώσει σε κάποιο υποκατάστημα της τράπεζας αυτής. Φυσικά, δεν μπορεί κανείς να την χρεώνει ανεξέλεγκτα, καθώς η τράπεζα ορίζει ένα μέγιστο ποσό αγορών, το πιστωτικό όριο, πέραν του οποίου δεν μπορεί η κάρτα να χρεωθεί άλλο. Αν καθυστερήσει η πληρωμή του λογαριασμού, επιβάλλεται τόκος υπερημερίας για κάθε μέρα καθυστέρησης.
Γιατί καμία τράπεζα δεν θέλει να χάσει έναν νέο πελάτη, ακόμα και αν στο τέλος του μήνα θα επιβάλλει τόκο υπερημερίας μερικές ποσοστιαίες μονάδες πιο κάτω από αυτό που σκόπευε.
Όλα αυτά τα ξέρουμε, τα έχουμε ακούσει. Αυτό που δεν ξέρουμε μέχρι να το πάθουμε, είναι ότι ο τόκος υπερημερίας είναι ένα ποσό που μέρα με την μέρα προστίθεται, και στον επόμενο λογαριασμό που θα καταφθάσει στο σπίτι, το υπόλοιπο έχει αυξηθεί από λίγα ως κάποιες δεκάδες ευρώ, ανάλογα με το ποσό που χρωστάμε. Και καθώς από τον πρωτοετή φοιτητή ως τον 70άρη συνταξιούχο, όλοι έχουμε κάρτες για διαφορετικές ανάγκες (μια που έχει έκπτωση στο θέατρο, μια που δίνει 20% έκπτωση στα αθλητικά είδη και πάει λέγοντας), το να χρωστάμε σε παραπάνω από μία κάρτες δεν είναι η σοφότερη επιλογή, αφού δεν θα χρειαστεί πολύ καιρός που να πρέπει να καταβάλλουμε σχεδόν όλο το μηνιάτικο για να εξοφλήσουμε τις κάρτες. Ένα άλλο συνηθισμένο πάθημα είναι να αγοράζουμε με κάρτα προϊόντα που δεν έχουμε τα χρήματα να αγοράσουμε, είναι συνήθως ακριβά, και μετά μας παίρνει μήνες ώσπου να εξοφλήσουμε το υπέρογκο ποσό.
Οι μαγικές αυτές καρτούλες προμοτάρονται άψογα από τις τράπεζες, οι οποίες οφείλουν μεγάλο ποσοστό των κερδών τους σε αυτές, διαφημίζοντας τα τόσα πλεονεκτήματά τους: άτοκες δόσεις, σημαντικές εκπτώσεις σε μαγαζιά, ευκολίες πληρωμών κτλ. Και επειδή η κάθε κάρτα έχει δικά της χαρακτηριστικά, καλό είναι να βλέπουμε τι υπογράφουμε και αν δεν μας αρέσουν οι όροι, μπορούμε κάλλιστα να τους διαπραγματευτούμε.
